Γουέστμινστερ

Γουέστμινστερ
(Westminster). Περιοχή του Λονδίνου. Ορίζεται ανατολικά από το κέντρο του Λονδίνου, δυτικά από τις συνοικίες Τσέλσι και Κένσινγκτον και νότια από τον ποταμό Τάμεση. Είναι το πλουσιότερο και το μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λονδίνου, στο οποίο βρίσκονται τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, τα δικαστήρια, τα σημαντικότερα κυβερνητικά μέγαρα, λέσχες, θέατρα και οι αριστοκρατικές συνοικίες Μέιφερ και Μπελγκράβια. αβαείο Γ Κοινόβιο που ιδρύθηκε τον 7o αι., δυτικά της κεντρικής πόλης του Λονδίνου. Ο γοτθικός ναός του, όπου γίνονται ο στέψεις των βασιλιάδων της Αγγλίας, ανοικοδομήθηκε τον 13o αι. Στον ναό έχουν ταφεί 13 βασιλιάδες και αρκετοί σημαντικοί άνδρες της Αγγλίας. Εκεί βρίσκεται και το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. διακήρυξη Γ Διακήρυξη σώματος λαϊκών και κληρικών, που διορίστηκε το 1643 από την αγγλική βουλή για να καθορίσει τον τρόπο της εκκλησιαστικής διοίκησης και το δόγμα το οποίο έπρεπε να υπερισχύσει στην Αγγλία και στη Σκοτία. Το σώμα αποφάσισε να καταργήσει το προσευχητάριο, που χρησιμοποιούσαν έως τότε οι Άγγλοι, και συνέταξε το κείμενο ομολογίας πίστης, γνωστής ως ομολογία του Γ. Το Γουέστμινστερ αποτελεί το πλουσιότερο και μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λόνδίνου στο οποίο βρίσκονται τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, τα δικαστήρια, τα σημαντικότερα κυβερνητικά μέγαρα καθώς και οι αριστοκρατικές συνοικίες Μέιφερ και Μπελγκράβια. Μέσα από το «Λόντον Άι» μπορεί κανείς να θαυμάσει από ψηλά όλα τα αξιοθέατα του Λονδίνου. Το αγγλικό Κοινοβούλιο στο Γουέστμινστερ, στις όχθες του ποταμού Τάμεση. Το περίφημο ρολόι του Μπιγκ Μπεν, στην περιοχή του Γουέστμινστερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… …   Dictionary of Greek

  • αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”